πήχυς

πήχυς
(-εως) ο
1) аршин (мера длины);

τεκτονικός πήχυς 0,75 — м;

τετραγωνικός πήχυς 9/16 — кв. м;

βασιλικός πήχυς 1 — м;

εμπορικός πήχυς — аршин (=64 см);

2) анат. :

ο πήχυς (τού χεριού) — предплечье;

3) длинная, тонкая, узкая доска;
4) спорт. планка или верёвка (при прыжках в высоту)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πήχυς" в других словарях:

  • πῆχυς — forearm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… …   Dictionary of Greek

  • πήχει — πῆχυς forearm masc nom/voc/acc dual (attic epic) πῆχυς forearm masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηχέων — πῆχυς forearm masc gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηχῶν — πῆχυς forearm masc gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πᾶχυν — πῆχυς forearm masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πῆχυν — πῆχυς forearm masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήχεας — πῆχυς forearm masc acc pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήχεε — πῆχυς forearm masc nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήχεες — πῆχυς forearm masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήχεις — πῆχυς forearm masc nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»